- στρεπτόθριξ
- ο, Ν(μυκητ.) μικροσκοπικός παθογόνος μύκητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. streptothrix (< στρεπτός + θρίξ, τριχός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρεπτοτριχίαση — και στρεπτοτρίχωση, η, Ν ιατρ. νόσος οφειλόμενη στον σχιζομύκητα στρεπτόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. streptotrichosis (< στρεπτόθριξ* + ίαση* / ωση)] … Dictionary of Greek